- καλούτσικος
- η , ο1) хорошенький; 2) средний, сносный, терпимый;
καλούτσικος είναι — ничего, сойдёт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλούτσικος είναι — ничего, сойдёт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλούτσικος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 37 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κασσάνδρας. * * * η, ο, θηλ. και ια (Μ καλούτσικος, η, ον) [καλός] 1. κάπως καλός, υποφερτός, μέτριος («καλούτσικος μαθητής») 2. ευχάριστος στην όψη,… … Dictionary of Greek
καλούτσικος — η, ο επίρρ. α ανεκτός, μέτριος: Είναι καλούτσικος μαθητής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Kassandra (Gemeinde) — Gemeinde Kassandra Δήμος Κασσάνδρας (Κασσάνδρα) … Deutsch Wikipedia
ακρόκαλος — (I) η, ο (για περιοχές) αυτός που δεν έχει κροκάλες, χαλίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κροκάλη]. (II) η, ο και ακροκαλός, ή, ό καλούτσικος, λίγο καλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + καλός] … Dictionary of Greek
υποφερτός — ή, ό 1. ο κάπως ανεκτός, που μπορεί κανείς να τον υποφέρει: Υποφερτή ζέστη. 2. μέτριος, καλούτσικος: Υποφερτό φαΐ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)